αμάλαχτος

αμάλαχτος
-η, -ο [αμάλακτος]
βλ. αμάλακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμάλαχτος — η, ο βλ. αμάλαγος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάλαγος — αμάλαγος, η, ο και αμάλαχτος, η, ο 1. αυτός που δε μαλάχτηκε ή δεν μπορεί να μαλαχτεί: Ήταν κερί αμάλαχτο. 2. αυτός που δε θωπεύτηκε, ο αγνός: Πήρε γυναίκα αμάλαγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”